διονυσιάς

διονυσιάς
διονυσιάς, η (Α)
1. μαινάδα, βάκχη
2. διονυσιάδες
κορίτσια στη Σπάρτη που αγωνίζονταν στα Διονύσια, αγώνα δρόμου
3. ονομασία τής Νάξου
4. το φυτό ανδρόσαιμο
5. το αμπέλι
6. ονομασία πηγής στην Κυπαρισσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του διονύσιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Διονυσιάς — Διονῡσιάς , Διονυσιάς Bacchante fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διονυσίας — Διονυσίᾱς , Διονύσιος of Dionysus fem acc pl Διονυσίᾱς , Διονύσιος of Dionysus fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διονυσιάδα — Διονῡσιάδα , Διονυσιάς Bacchante fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διονυσιάδας — Διονῡσιάδας , Διονυσιάς Bacchante fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διονυσιάδες — Διονῡσιάδες , Διονυσιάς Bacchante fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διονυσιάδι — Διονῡσιάδι , Διονυσιάς Bacchante fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διονυσιάδος — Διονῡσιάδος , Διονυσιάς Bacchante fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διονυσιάδων — Διονῡσιάδων , Διονυσιάς Bacchante fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”